Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

οἱ πολέμιοι

См. также в других словарях:

  • πολεμίοι — πολεμίοῑ , πολεμέω to be at war pres opt act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολέμιοι — πολέμιος of masc nom/voc pl πολέμιος of masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Перфект — или прошедшее совершенное особый вид прошедшего времени. Основное первичное значение П., по определению Кольманна ( Ueber das Verhältniss der Tempora des lateinischen Verbums zu denen des griechischen , Эйслеб., 1881), есть выражение известного… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Tratados entre Roma y Cartago — Relieve de una corbita romana encontrado en las ruinas de Cartago. La disputa en el control del comercio marítimo entre ambas naciones llevó a que se ensayaran, en diversos acuerdos, repartos de áreas de influencia en el Mediterráneo. Los… …   Wikipedia Español

  • Κοπέρνικος — I (Nicolaus Copernicus, Τορν, Μπίντγκοστς 1473 – Φρόμποργκ ή Φράουενμπουργκ 1543). Εκλατινισμένος τύπος του ονόματος του Πολωνού μαθηματικού, αστρονόμου και κοσμολόγου Νικολάι Κόπερνικ (Kopernik). Ο πατέρας του, εύπορος αστός της Κρακοβίας, είχε… …   Dictionary of Greek

  • Σάϊοι — Α (κατά τον Ησύχ.) «πολέμιοι, νεκροί, και ἔθνος, οἱ πρότερον Κίκονες» …   Dictionary of Greek

  • ένσπονδος — ἔνσπονδος, ον (Α) [σπονδή] 1. αυτός που περιλαμβάνεται στη συνθήκη ή στην ανακωχή 2. ομόσπονδος, σύμμαχος («ἀντὶ ἐνσπόνδων πολέμιοι», Θουκ.) 3. (για ζώα) φιλικός …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • ατιμία — Ανήθικη πράξη· κακοήθεια· αισχύνη. Στην αρχαία Αθήνα, α. ονομαζόταν η πράξη που επέφερε τη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ενός πολίτη. Η στέρηση αυτή μπορούσε να είναι ολική ή μερική και ήταν η αυστηρότερη ποινή μετά τον θάνατο και την εξορία …   Dictionary of Greek

  • διαφέρω — (ΑΝ) και διαφέρνω (ΜΝ) 1. έχω διαφορά, είμαι ανόμοιος, διάφορος, ξεχωρίζω («αυτά τα χρώματα διαφέρουν») 2. είμαι διαφορετικός από άλλο («σὺ νῡν διάφερε τῶν κακῶν», Ευρ. Ορ.) 3. υπερέχω, διακρίνομαι, είμαι ανώτερος, πλεονεκτώ («διαφέροντες καὶ… …   Dictionary of Greek

  • εννοώ — (AM ἐννοῶ, έω) [νοώ] 1. έχω ή συλλαμβάνω κάτι στον νου, διαλογίζομαι, διανοούμαι, σκέπτομαι 2. καταλαβαίνω, κατανοώ, αντιλαμβάνομαι πλήρως, σαφώς κάτι (α. «δεν εννοώ τη θεωρία τής σχετικότητας» β. «οὐ γὰρ ἐννοῶ», Σοφ.) 3. (για λέξεις ή φράσεις)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»